- κοινωνιοκρατία
- ηόρος πλασμένος από τον Ωγκύστ Κοντ και που σημαίνει τη μορφή διακυβέρνησης στην οποία η εξουσία ανήκει στην ίδια την κοινωνία θεωρούμενη ως ένα οργανικό σύνολο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociocratie < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-* + -cratie (πρβλ. -κρατία < -κρατῶ < -κράτης < κράτος)].
Dictionary of Greek. 2013.